- ὀχθοφύλαξ
- ὀχθοφύλαξ [ῠ], ᾰκος, ὁ,A watchman on a river-bank, Lat. riparius, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχθοφύλαξ — ὀχθοφύλαξ, ὁ (Α) φύλακας όχθης ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχθη + φύλαξ] … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek